ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

Ίσως τελικά δεν πρέπει να κατεβαίνω στο Κέντρο. Με χαλάει.

Είμαι στο μετρό με κατεύθυνση προς Αθήνα. Από το βάθος δεξιά ακούγεται δυο – τρεις φορές  η γνωστή επεξήγηση «έχω κάποιο πρόβλημα» (δεν ακούω όμως ποιο), ακολουθούμενη από τη συνηθισμένη ικεσία «αν μπορείτε, μια βοήθεια». Μικρή παύση. «Ευχαριστώ» – βαθιά φωνή, αμήχανα. Ο άνθρωπος πλησιάζει στο βαγόνι μας. Ο κόσμος ενστικτωδώς μαζεύεται: με μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις συρρικνώνεται, στρέφεται προς τον εαυτό του, φέρνει  και τα υπάρχοντά του πιο κοντά στο σώμα του, αναδεύεται λίγο στη θέση του. Αποστρέφει αμήχανα το βλέμμα, ή το πετάει εδώ κι εκεί.

Όμως με το που φτάνει σε εμάς ο άνθρωπος σταματάει να ζητάει.

Τον παρατηρώ, όσο μου επιτρέπει το δικό μου πεταχτό βλέμμα. Περπατάει κάπως περίεργα, σέρνοντας λίγο τα πόδια του και γέρνοντας λίγο μπροστά.  Γρήγορα καταλαβαίνω πως αυτό οφείλεται στην ηλικία του: είναι ένας παππούς, γύρω στα 80. Η οστεοπόρωση τού έχει φορτώσει μια μικρή καμπούρα και τα χρόνια τού έχουν μαγκώσει το περπάτημα Το πρόσωπό του έχει κάτι παράξενο. Θα μου πάρει μέρες για να μου έρθει σαν επιφοίτηση το προφανές: το στόμα του έχει τη συνηθισμένη παραμόρφωση που δημιουργεί η έλλειψη οδοντοστοιχίας.

Όταν ο κύριος μού στρέφει την πλάτη για να πιαστεί από τη χειρολαβή, τον παρατηρώ καλύτερα. Είναι καθαρός, κουρεμένος, χτενισμένος, τα ρούχα του είναι κι αυτά καθαρά, αξιοπρεπέστατα˙ στο χέρι κρατάει και μια ομπρέλα –είναι βροχερή μέρα. Θα μπορούσε να είναι ο παππούς οποιουδήποτε νέου μέσα στο βαγόνι. Κανένας από αυτούς τους  νέους δεν σηκώθηκε να παραχωρήσει τη θέση του. Ούτε σ΄ αυτόν ούτε σε κανέναν άλλον ηλικιωμένο.

Οι επιβάτες  που μπήκαν από την επόμενη στάση και μέχρι να κατέβει ο κύριος, ούτε που θα κατάλαβαν ότι πριν από λίγο εκείνος επαιτούσε. Τι να συνέβη και σταμάτησε; Η ντροπή. Μάζεψε όσα ευρώ του έφταναν για να πάρει κάτι να φάει ή ζήτησε όσο άντεξε η περηφάνια του και σταμάτησε. Έπειτα στάθηκε κοντά στην πόρτα μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, αρκετές στάσεις μετά.

Όταν έφτασα στο Σύνταγμα, τα πλήθη που περίμεναν στην αποβάθρα κινήθηκαν ως συνήθως απειλητικά προς τους εξερχόμενους. Θέλουν πάντα να μπουν χωρίς να περιμένουν τους άλλους να βγουν. Ευτυχώς για τη λειτουργικότητα του συστήματος, οι εξερχόμενοι είναι εξίσου αποφασισμένοι να πετύχουν το στόχο τους με τους εισερχόμενους. Αν ήταν άλλης πάστας, θα παρέμεναν στοιχειωμένοι στην αμαξοστοιχία μέχρι τη λήξη της βάρδιας.

Στην αίθουσα εκδηλώσεων του μετρό, μικροπωλητής παραπονιέται: «μας ζητάνε πάνω από 300 ευρώ νοίκι την ημέρα». 

Περνάω απέναντι να πιάσω Ερμού. Με την ψυχή στο στόμα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το φανάρι για τους πεζούς μένει πράσινο μόνο για όσο σου παίρνει να φτάσεις στα μισά, κι αυτό αν δεν έχει πολύ κόσμο.

Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα κατάστημα χαζεύοντας, όταν θορυβούμαι από άναρθρες κραυγές, τόσο δυνατές, που παρόλο που προέρχονται απ’ έξω διαπερνάνε όλα τα ενδιάμεσα και  πλέκονται ανάμεσα στις νότες της δυνατής μουσικής που παίζει το ηχοσύστημα. Βγαίνω έξω. Είναι ένας αγγλόφωνος: Άγγλος; Αυστραλός; Αμερικάνος; Είναι αδύνατον να καταλάβεις σ’ αυτή την ένταση της φωνής και τραγουδιστά. Γιατί ο άνθρωπος αυτός τραγουδάει, τόσο δυνατά και παράφωνα και άναρθρα, που αργείς λίγο να το καταλάβεις. Από τις εκφράσεις του και τις χειρονομίες του μάλιστα καταλαβαίνω ότι νομίζει ότι τραγουδάει καλά. Άλλωστε, έχει κι ένα καπέλο στο έδαφος μπροστά του για να μαζέψει λεφτά. Το θολό, αλλοπαρμένο βλέμμα του επιβεβαιώνει την ενστικτώδη εντύπωση ότι ο άνθρωπος αυτός χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας.

Στο επόμενο κατάστημα που μπαίνω οι πωλητές με ακολουθούν παντού σαν σκιά, σαν να επρόκειτο ανά πάσα στιγμή να τους κλέψω. «Να βοηθήσω;», «Χρειάζεστε βοήθεια;», «Να βοηθήσω;», «Χρειάζεστε βοήθεια;»,  «Να βοηθήσω;», «Να βοηθήσω;», «Να βοηθήσω;».

Μια εβδομάδα μετά, ίδια μέρα και ώρα, οπότε και όντως χρειάζομαι τη βοήθειά τους, πρέπει να τους ακολουθώ εγώ απελπισμένα, προσπαθώντας να τους αποσπάσω πληροφορίες. Σιγουρεμένοι ότι είμαι πελάτης και όχι κλέφτης, οι πωλητές βρίσκουν συνεχώς κάτι άλλο να κάνουν από το να με εξυπηρετήσουν. 

Στο επόμενο κατάστημα, ένας άλλος πελάτης, Πακιστανός, έρχεται αντιμέτωπος με μεγαλύτερη  απαξίωση. Υποτιμητικός ενικός, υπεροψία, τοποθέτηση σε ανυποληψία.

Φεύγω μια ώρα αρχύτερα.

Έξω στο δρόμο, λίγα μέτρα πιο κάτω από το μαγαζί, διασταυρώνομαι κι εγώ με δύο Πακιστανούς. Αυτόματα μαζεύομαι, φυλάγομαι, φοβάμαι. 

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάτι άλλο μου αποσπά την προσοχή.

Βρίσκομαι μπροστά από ένα νεοκλασικό κτίριο σε αποσύνθεση. Σταματάω, όπως κάνω πάντα μπροστά σε ξεχασμένα νεοκλασικά, να το χαζέψω και περνάνε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι το συγκεκριμένο νεοκλασικό, στην οδό Πραξιτέλους, είναι κάτι παραπάνω από ερειπωμένο. Είναι καμένο. ‘Ένα από τα λιγότερο γνωστά θύματα των πρόσφατων εμπρησμών; Το περιεργάζομαι κι άλλο. Όσο αντέχω. Τα παλιά κτίρια δεν καίγονται όπως τα τσιμέντα. Τα κτιστά τους  κονιορτοποιούνται. Γίνονται χώμα, που κατρακυλάει προς το έδαφος σε μικρούς ή μεγαλύτερους σβώλους.  Σκορπάνε σε κόκκους, διαλύονται στον αέρα. Το σιδερένιο  κιγκλίδωμα του μικρού μπαλκονιού έχει μείνει καρφωμένο σε ότι σώθηκε από την πρόσοψη, μόνο του, χωρίς πάτο. Τα σκαλίσματά του  με κοιτάνε.

On with the show

Περπατάω όπως οι περισσότεροι, με το βλέμμα λίγο σκυμμένο, δήθεν προσηλωμένο στην ευθεία, αλλά στην πραγματικότητα απόλυτα συνδεδεμένο με την περιφερειακή μου όραση. Με την οποία πιάνω αμέσως μια φιγούρα στημένη στην άκρη της Ευαγγελιστρίας. Κάτι θέλει. Απευθύνεται σε περαστικούς που την αποφεύγουν, προσπερνώντας την  γρήγορα, με το βλέμμα – φωτοτυπία του δικού μου. Ετοιμάζομαι να κάνω το ίδιο όταν η φιγούρα δίνει ένα μικρό σάλτο και στέκεται μπροστά μου, αποφασισμένη να βρει αυτό που ψάχνει. Στα δευτερόλεπτα που αναζητώ αγχωμένα τρόπο διαφυγής έρχονται στ’ αυτιά μου τα άπταιστα αγγλικά: «Excuse me, do you know  where Aiolou street is?” Ανακούφιση.  Σηκώνω επιτέλους το βλέμμα για να αντικρίσω τον συνάνθρωπό μου: Ένας νεαρός τουρίστας είναι, που χάθηκε. Η καλοσύνη στα μάτια του με τρομάζει. Ευτυχώς που φοράω γυαλιά ηλίου και δεν βλέπει τα δικά μου. Είναι τόσο ευγνώμων για τη βοήθεια, που με κάνει και νοιώθω μια βαθιά θλίψη.

Πότε γίναμε έτσι;

Στο αμέσως επόμενο δρομάκι,  παραλίγο να με πατήσει ένας φουριόζος ποδηλάτης. Πριν πολλά χρόνια, στην πατρίδα του νεαρού τουρίστα που μόλις αποχαιρέτισα, μια ποδηλάτισσα έριξε κάτω τη σπιτονοικοκυρά μου προκαλώντας της κάταγμα στο χέρι κι εξαφανίστηκε. Ένας  περαστικός όμως συγκράτησε την πινακίδα κυκλοφορίας της κι έτσι η αστυνομία βρήκε και συνέλαβε την κοπέλα που τραυμάτισε κι άφησε αβοήθητο έναν πεζό. Τώρα, εδώ, το «Α!» της τρομάρας μου ακολούθησε μια ηχηρή βρισιά εκ μέρους του ποδηλάτη μπροστά στον οποίο τόλμησα να σταθώ εμπόδιο: «Που…….». Ανώνυμος, αταυτοποίητος, ξέσκεπος και ξέγνοιαστος καβαλάρης.

Θέλω να θυμώσω, αλλά κουράζομαι.

Χαμηλά στην Ερμού, ξαπλωμένος ένας άστεγος.

Λίγο πιο ψηλά, δυο πρώην ΕΣΣΔ κοπέλες μαλώνουν, φωνάζουν και χειρονομούν. Η μία κρατάει ακορντεόν.

Ακόμα πιο ψηλά, ακόμη ένα ακορντεόν, αλλά κι ένα μπαγλαμαδάκι. Και τα δύο στα χέρια παιδιών, το ένα εκ των οποίων – πρωτόγνωρο- δεν είναι μελαμψό.

Και στην κορυφή της Ερμού, οι νεαροί που μοιράζουν στυλό εκ  μέρους κέντρου αδυνατίσματος τσακώνονται με έναν Έλληνα μεθυσμένο που άφησε το τενεκεδάκι της μπύρας του πάνω στον πάγκο τους.

Δίπλα μου, ένας αδέσποτος σκύλος λιάζεται αμέριμνος, στη μέση του πεζοδρομίου και των ποδοβολητών. Εκεί είχε ήλιο, εκεί ξάπλωσε.  Ίσως να ξέρει κάτι περισσότερο από εμένα.

Στο ίδιο κατάστημα έξω από το οποίο την προηγούμενη εβδομάδα ούρλιαζε ο απελπισμένος τροβαδούρος, μια Φιλιππινέζα μαμά απευθύνεται στο παιδί της σε σπαστά Ελληνικά : «τέλεις γκάλα;». Από το καρότσι του, το δίχρονο Φιλιππινεζάκι απαντάει σε άπταιστα ναζιάρικα Ελληνικά: «ναι, θέλω γάλα».

Μέσα στο βαγόνι του μετρό εισβάλλουν τα νιάτα δύο δεκαπεντάχρονων, με το σακίδιο του σχολείου στον ώμο. Η μία, ξανθοκάστανη Ελληνοφατσούλα. Ο άλλος, μαύρος, με ένα μαύρο από τα βάθη της Αφρικής. Τα μάτια και των δύο σπινθηροβόλα, αλλά ταυτόχρονα  καθαρά κι αθώα. Όσο κι αν το περιβάλλον δεν βοηθάει, δεν μπορούν από την ανθρώπινη φύση τους παρά να ζουν στον κόσμο της ηλικίας τους.  Όρθια, ακουμπισμένα χαλαρά στις διαχωριστικές μπάρες, δυο φιλαράκια μαθητόπουλα, που μιλάνε και γελάνε στα Ελληνικά.  

Ίσως τελικά  υπάρχει ελπίδα.

This entry was posted in ΩΡΑΙΟΣ ΩΣ ALIEN and tagged , . Bookmark the permalink.

18 Responses to ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΠΟΛΗ

  1. Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

    Τόσο χάλια είναι λοιπόν τα πράγματα; Εξαιρετική περιγραφή. Τόσο απτή, που νιώθω σα να ήμουν παρών σ’ αυτή τη βόλτα στο κέντρο.

    • Ο/Η alienellin λέει:

      Μερσί!
      Ήταν δύο βόλτες στο κέντρο. Από εκέι που λέω «Μια εβδομάδα μετά, ίδια μέρα και ώρα», είναι στη δεύτερη βόλτα. Γράφω όσο μου εντυπώθηκαν κι απο τις δύο βόλτες, Το κυριότερο είναι ότι δεν μπρείς να νοιώσεις ξέγνοιαστος, να ευχαριστηθείς τη βόλτα. Γι΄’ αυτό κι ο κόσμος συνωστίζεται πια στα Malls.

  2. Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

    Όταν έφτασα στο Σύνταγμα, τα πλήθη που περίμεναν στην αποβάθρα κινήθηκαν ως συνήθως απειλητικά προς τους εξερχόμενους. Θέλουν πάντα να μπουν χωρίς να περιμένουν τους άλλους να βγουν.

    Και το μόνο που καταφέρνουν εμποδίζοντας την έξοδο των επιβατών του μετρό είναι να καθυστερήσουν τη δική τους είσοδο. Αλλ’ αντί να διδαχθούν απ’ τη συσσωρευμένη πείρα, συνεχίζουν την ίδια αποτυχημένη τακτική με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά μπορεί να πιάσει.

    • Ο/Η alienellin λέει:

      Δεν έχει να κάνει με πείρα και εκμάθηση, Απορρέει από μια γενικότερη στάση ζωής και παιδεία, που δεν αλλάζει με αυτόν τον τρόπο.
      Πριν 20 χρόνια, μια κυρία Αμερικάνα που είχε παντρευτεί Έλληνα και ζούσε εδώ 25 χρόνια, μετέφερε το εξής: «Α στο καλό! Ήμουνα στην πλατεία Αγίας Σοφίας (με το αυτοκίνητο) και προσπαθούσα να βγώ στην έξοδο για φάρο, αλλά ήμουν στη μέσα λωρίδα και κάνείς δεν μου παραχωρούσε χώρο για να περάσω δεξιά. ΄Γύριζα γύρω γύρω την πλατεία, έκανα πόσους κύκλους μέχρι να τα καταφέρω!».

      • Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

        Συμφωνώ για την παιδεία.

        Έχω δει αρκετές πόρτες λεωφορείου να κλείνουν πάνω σε κάποια ξένη τ ην ώρα που προσπαθεί να κατεβεί. Εμείς οι Έλληνες ξέρουμε ότι πρέπει να κινηθούμε πολύ γρήγορα για να μην πιαστούμε στη φάκα· οι ξένοι είναι ανύποπτοι. Έτσι κι η Αμερικανίδα δεν ήξερε ότι ο χώρος να περάσεις δεν παραχωρείται, αλλά κατακτιέται με «μαγκιά» και «τσαμπουκά».

      • Ο/Η alienellin λέει:

        Μα η Αμερικανίδα αυτή έμενε δεκαετίες στην Ελλάδα. Μιλούσε δε και άπταστα Ελληνικά (με profora βέβαια). Δεν ήταν ανυποψίαστη, Αυτό λέω. ‘Οτι κάποια πράγματα είναι θέματα πολύ βαθύτερα, θέματα παιδείας και ευρύτερης νοοτροπίας. Όπως η Αμερικανίδα δεν απέκτησε τσαμπουκά παρά την πολυετή εμπειρία της, έτσι κι ο Έλληνας δεν μαθαίνει να μην εισβάλλει στο μετρό (δηλαδή να μην έχει τσαμπουκά) με τη δική του.

      • Ο/Η alienellin λέει:

        Τούτων λεχθέντων, κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
        Στο αεροδρόμιο ας πούμε που υπάρχει πολύ αυστηρή επιβλεψη, ισχύει ως δια μαγείας η απόλύτη προτεραιότητα του πεζού στις διαβάσεις του, η οποία δεν ισχύει πουθενά αλλού στη χώρα. Το αντίθετο μάλιστα, θα έλεγα ότι μόλις οι οδηγοί δουν πεζό να παταέι το πόδι του στις άσπρες γραμμές επιταχύνουν κιόλας.
        Ένας φίλος έπαιρνε καθημερινά το τρένο από Ελβετία Ιταλία. Παρατηρούσε ότι το τοπίο έξω απο το παράθυρο, αν και ίδιο μορφολογικά σε όλη τη διαδρομή, γέμιζε σκουπίδια μόλις η αμαξοστοιχία περνούσε τα σύνορα και έμπαινε στην Ιταλία.
        Κάποτε ρώτησε λοιπόν έναν Ιταλό γιατί περιμένει να περάσει τα σύνορα για να πετάξει τα σκουπίδια του έξω από το παράθυρο και αυτός του απάντησε: «Μα αν σε πιάσουν στην Ελβετία έχει πρόστιμο.»

  3. Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

    Περνάω απέναντι να πιάσω Ερμού. Με την ψυχή στο στόμα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το φανάρι για τους πεζούς μένει πράσινο μόνο για όσο σου παίρνει να φτάσεις στα μισά, κι αυτό αν δεν έχει πολύ κόσμο.

    Έτσι ακριβώς.

  4. Ο/Η argosholos λέει:

    Τα ίδια ακριβώς σκέφτομαι και εγώ. Δεν είναι να πάρεις τον Ηλεκτρικό και να κατέβεις στο Κέντρο.
    Αν πάς στη Κουμουνδούρου πράγματι θα δεις καθαρούς, αξιοπρεπείς ανθρώπους να περιμένουν υπομονετικά στη ουρά για τα συσίτια του Δήμου και της Εκκλησίας (με δικές μας, φυσικά, προσφορές!).

    Πως χάλασε έτσι η πόλη μου;

    Πήγα σχολείο στα Εξάρχεια, φροντιστήριο στη Σόλωνος, Κάνιγγος και την Ομόνοια, μπουρδελότσάρκα στη Φυλής και τη περιοχή κάτω από την Ομόνοια μέχρι Σταθμό Λαρίσης (με λίγη προσοχή βέβαια και τότε…), Πολυτεχνείο στη Στουρνάρα (έτσι την έλεγαν τότε…), χάζευα στο Μινιόν, γύρναγα στην Σωκράτους, την Σοφοκλέους κλπ. Το Γκάζι και του Ψυρρή δεν υπήρχαν ακόμα, αλλά υπήρχε η Φώκα Νέγκρα και τα πρώτα εμπορικά κέντρα στη Πατησίων. Στην Ομόνοια οι μαυραγορίτες δεν πουλούσαν ναρκωτικά, αλλά εισιτήρια ντέρμπι!! (έχω! έχω!)
    Ακόμα και πρόσφατα, το 2004 θυμάμαι τα γελαστά πρόσωπα των συνήθως σκουντούφληδων ελλήνων. Τα ξενοδοχεία μπουτίκ στην Ομόνοια, τη Κάνιγγος και γενικά στην σημερινή no man’s land..

    Νομίζω ότι το χειρότερο είναι τα κλειστά μαγαζιά. Δεν μπορείς πια να περπατήσεις, να κάνεις window shopping (δεν είναι κακό, είναι η πιο τζάμπα διασκέδαση…), ούτε καν στο Σύνταγμα. Νεκρή πόλη! Ειδικά στα Εξάρχεια σε πιάνει η ψυχή σου! Ομολογώ ότι δεν έχω επιχειρήσει να διασχίσω βράδυ την Βικτώρια, όπου ακόμα και οι βάζελοι φοβούνται να πάνε! Ακόμα και η κάποτε κυριλέ Μπαμποβωβόπουλη Κηφισίας έχει ελάχιστα μαγαζιά…

    Δεν υπάρχουν ούτε έλληνες γύφτοι στους δρόμους (σήμερα τους λένε Ρομά, αλλά στα 80’ς που πούλαγαν παράνομες!!! μπανάνες με ντάτσουν τους λέγαν έτσι…). Υπάρχουν δυστυχισμένοι σακάτηδες, που υποπτέυομαι ότι είναι ρουμάνοι και βούλγαροι, οπότε είναι και πολίτες της ΕΕ και δεν μπορείς καν να τους μαζέψεις…

    Είναι θέμα της κρίσης; Μα όταν είμασταν «φτωχοί», χωρίς καν ΙΧ και ταξιδεύαμε με τα άθλια Κτελ και τρένα, χωρίς Χάισπιντ και Ελβενιζέλους, ΔΕΝ ΕΊΧΑ ΔΕΙ ΠΟΤΕ ΆΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΨΑΧΝΕΙ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ! Ναι, υπήρχαν πρεζόνια, αλλά ούτε τα βλέπαμε, πέρα από κάτι «γραφικότητες» στα Εξάρχεια. Λέτε να ρθει μέρα που θα δούμε έλληνες εργάτες στα χωράφια να μαζεύουν ελιές και φράουλες!!!! ή με την ελληνική ταυτότητα στο στήθος να καθαρίζουν τΖάμια στα φανάρια!!!!!!!!!!!! (ο μον ντιέ!) και οι πλατείες να είναι άδειες από φραπεδέλληνες (σόρι, εσπρέσοφρεντέλληνες!)

    Δεν ξέρω. Ίσως ισχύει αυτό που διάβασα κάπου: Χώρα που υποδέχεται με τιμές Αρχηγού κράτους μία φλόγα από μπικ και στέλνει Ματ να φυλάξουν ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο, δεν θέλει εκλογές.
    Βομβαρδισμό θέλει!

    • Ο/Η alienellin λέει:

      Καλώς όρισες.
      Όλο μου διαφεύγει ότι τη Στουρνάρα δεν την λένε πια Στουρνάρα.
      Για να είμαι ειλικρινής, σε καμία πόλη του δυτικού κόσμου οι ναρκομανείς δεν τρυπιούνται μέρα μεσημέρι ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ! Πιάνουνε τουλάχιστον καμία κοχη. Αλλά ούτε και στον υπόλοιπο κόσμο δεν πρέπει να ισχύει αυτό. Πρέπει να έχουμε την παγκόσμια αποκλειστικότητα.Όποιος έχει δει αλλού κάτι τέτοιο ας μας πει.
      Το γιατί συμβαίνει αυτό το αφήνω στην κρίση σας.

      Είναι όντως το χειρότερο πράγμα που μας συνέβη αυτό. Το να μην έχουμε τη δυνατότητα να χαρούμε μια βόλτα στην άφθονη λιακάδα. Όλα τα άλλα δεν είναι τίποτα. Το ξαναλέω: η φτώχεια στην Ελλάδα δεν ήταν ποτε συνυφασμένη έτσι με την εγκληματικότητα. Ίσως όμως να μην ήταν τέτοιας έκτασης φτώχεια. Τι να πω…’Οπως και νάχει ή κοινωνία άλλαξε με τον πιο δραματικό τρόπο. Χάσαμε τη χαρά των δωρεάν πραγμάτων κι αυτό είναι ότι τραγικότερο.

      Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η λέξη γύφτος δεν είναι πολιτικά ορθή, ενώ gypsy είναι ότι ρομαντικότερο.

      Κατά τα άλλα. μακάρι και χιλιομακάρι να ξαναπάνε οι Έλληνες στα χωράφια. Αν δεν είχανε φύγει από τα χωράφια, τα εργοστάσια, τα γραφιάδικα. από την οποιαδήποτε
      τέλος πάντων παραγωγική δραστηριότητα σε τέτοιο βαθμό, δεν θα είχαμε περιέλθει σ’ αυτά τα χάλια.
      Και μην το γελάς καθόλου. Τις προάλλες ένας Έλληνας μου ζητιάνεψε στα φανάρια και μέχρι να έρθει μέχρι το τζάμι νόμιζα ότι απλώς περνούσε το δρόμο. Και σε φούρνο Βορείου Προαστίου ο επόμενος στην ουρά δεν ήταν τελικά ΄Ελληνας πελάτης, αλλά άστεγος. Ζήτησε από τις κοπέλες ντροπαλά μια βοήθεια, αλλά αμέσως και με μεγάλη ευγνωμοσύνη δέχτηκε απλώς κάτι να φάει.
      Και μη χειρότερα, φίλε μου….

      • Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

        Χάσαμε τη χαρά των δωρεάν πραγμάτων

        Αυτό θα μπορούσε να είναι στίχος καλού ποιήματος!

        Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η λέξη γύφτος δεν είναι πολιτικά ορθή

        Διότι αυτή, καθώς και η παράγωγη λέξη «γυφτιά» χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως βρισιές.

      • Ο/Η alienellin λέει:

        Ναι αλλά ΓΙΑΤΙ χρησιμοποιείται ως βρισιά, αφού δηλώνει καταγωγή,αν δεν κάνω λάθος από το Αιγύπτιος βγαίνει. Στα Αγγλικά κουβαλάει και ρομαντικές χροιές

      • Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

        Δεν υπάρχει απάντηση. Γιατί οι υπόλοιπες βρισιές είναι βρισιές; Γιατί να είναι βρισιά ο «γάιδαρος»;

      • Ο/Η alienellin λέει:

        That’s easy. Γιατί η Ιώβεια υπομονή του τετράποδου παρεξηγείται ευρέως για αναισθησία.
        Εντάξει, το γύφτος χρησιμοποιείται για βρισιά για ρατσιστικούς λόγους, ας πούμε. Το ερώτημά μου είναι γιατί στα Αγγλικά δεν είναι βρισιά: στο οποίο και απαντώ: γιατί οι gypsies δεν είναι ευρέως διαδεδομένοι ως φυλή και κυρίως, γιατί δεν αφέθηκαν από τους νόμους του εκεί κράτους ως φυλή να καλλιεργήσουν διαφορετικές από την υπόλοιπη κοινωνία συμπεριφορές στο βαθμό που αφέθηκαν εδώ,
        Το οποίο και μας φέρνει στο ερώτημα όμως: γιατί το τσιγγάνοι δεν είναι βρισιά; Ή μήπως είναι; It’s hard to keep up. Πάντως το «τσιγγάνα καρδιά» πάλι ρομαντικό κάνει. Νομίζω ότι οι τσιγγάνοι είναι τρίτη φυλή νομάδων, από την οποία δεν έχουμε (μάλλον από την Ουγγαρία, αν δεν κάνω λάθος). Η ανθρωπότητα είναι τόσο προβλέψιμη, τελικά…

      • Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

        Για να λάβεις απάντηση σ’ ερωτήματα του τύπου «Γιατί η λέξη τσιγγάνος δεν είναι βρισιά, ενώ η λέξη γύφτος είναι;» χρειάζεσαι μια θεωρία της ανθρώπινης δραστηριότητας, δηλαδή μια θεωρία που να προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο άνθρωπος κάνει αυτά που κάνει και δεν κάνει κάτι άλλο. Τέτοια θεωρία είναι πολύ δύσκολο (για την ακρίβεια: αδύνατον) να υπάρξει.

        (Τι τους ήρθε στην WordPress κι έχουν βγάλει τη λειτουργία «My comments»; Πώς θα ξέρω αλλιώς αν υπάρχουν καινούργια σχόλια σε μιαν ανάρτηση που έχω σχολιάσει κι εγώ;)

    • Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

      Χώρα που υποδέχεται με τιμές Αρχηγού κράτους μία φλόγα από μπικ και στέλνει Ματ να φυλάξουν ένα ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο, δεν θέλει εκλογές.

      Για έμφαση.

    • Ο/Η Ein Steppenwolf λέει:

      Τι τους ήρθε στην WordPress κι έχουν βγάλει τη λειτουργία «My comments»;

      Δεν την έχουν βγάλει· απλώς της άλλαξαν θέση: Dashboard -> Comments I’ve made.

      Σα να είχα τυφλωθεί και ξαναβρήκα το φως μου! (Ή έστω, για να μην υπερβάλουμε, σα να είχα χάσει τα γυαλιά μου και τα ξαναβρήκα).

      • Ο/Η alienellin λέει:

        Εγώ πάντως βρίσκω πολύ πιο εύχρηστο να ειδοποιούμαι με μέιλ, γι’ αυτό και φροντίζω (συνήθως 🙂 ) να έχω πατήσει το ειδοποιείστε με για νέα σχόλια.

Αφήστε απάντηση στον/στην Ein Steppenwolf Ακύρωση απάντησης